- άπαιδας
- ἄπαιδαςἄπαιςchildless: masc /fem acc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἄπαιδας — ἄπαις childless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπαις — ο, η (AM ἄπαις, αιδος) όποιος δεν έχει παιδιά (που δεν απέκτησε ή που του πέθαναν) αρχ. 1. χωρίς παιδιά 2. φρ. α) «τὰς ἄπαιδας οὐσίας» περιουσίες χωρίς παιδιά, χωρίς κληρονόμους (Ευριπ.) β) «τέκνων ἄπαιδα» (Ευριπ.) γ) «ἄπ ἀρρένων τε καὶ θηλειῶν»… … Dictionary of Greek